καλημερίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καλημερίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλημερίζω < καλημέρ(α) + -ίζω[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.li.meˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λη‐με‐ρί‐ζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καλημερίζω | καλημέριζα | θα καλημερίζω | να καλημερίζω | καλημερίζοντας | |
| β' ενικ. | καλημερίζεις | καλημέριζες | θα καλημερίζεις | να καλημερίζεις | καλημέριζε | |
| γ' ενικ. | καλημερίζει | καλημέριζε | θα καλημερίζει | να καλημερίζει | ||
| α' πληθ. | καλημερίζουμε | καλημερίζαμε | θα καλημερίζουμε | να καλημερίζουμε | ||
| β' πληθ. | καλημερίζετε | καλημερίζατε | θα καλημερίζετε | να καλημερίζετε | καλημερίζετε | |
| γ' πληθ. | καλημερίζουν(ε) | καλημέριζαν καλημερίζαν(ε) |
θα καλημερίζουν(ε) | να καλημερίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καλημέρισα | θα καλημερίσω | να καλημερίσω | καλημερίσει | ||
| β' ενικ. | καλημέρισες | θα καλημερίσεις | να καλημερίσεις | καλημέρισε | ||
| γ' ενικ. | καλημέρισε | θα καλημερίσει | να καλημερίσει | |||
| α' πληθ. | καλημερίσαμε | θα καλημερίσουμε | να καλημερίσουμε | |||
| β' πληθ. | καλημερίσατε | θα καλημερίσετε | να καλημερίσετε | καλημερίστε | ||
| γ' πληθ. | καλημέρισαν καλημερίσαν(ε) |
θα καλημερίσουν(ε) | να καλημερίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καλημερίσει | είχα καλημερίσει | θα έχω καλημερίσει | να έχω καλημερίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καλημερίσει | είχες καλημερίσει | θα έχεις καλημερίσει | να έχεις καλημερίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καλημερίσει | είχε καλημερίσει | θα έχει καλημερίσει | να έχει καλημερίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καλημερίσει | είχαμε καλημερίσει | θα έχουμε καλημερίσει | να έχουμε καλημερίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καλημερίσει | είχατε καλημερίσει | θα έχετε καλημερίσει | να έχετε καλημερίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καλημερίσει | είχαν καλημερίσει | θα έχουν καλημερίσει | να έχουν καλημερίσει |
| |
Αναφορές
- καλημερίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.