καλημερίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καλημερίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλημερίζω < καλημέρ(α) + -ίζω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.li.meˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλημερίζω

Ρήμα

καλημερίζω

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.