εφήμερος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφήμερος η εφήμερη το εφήμερο
      γενική του εφήμερου της εφήμερης του εφήμερου
    αιτιατική τον εφήμερο την εφήμερη το εφήμερο
     κλητική εφήμερε εφήμερη εφήμερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφήμεροι οι εφήμερες τα εφήμερα
      γενική των εφήμερων των εφήμερων των εφήμερων
    αιτιατική τους εφήμερους τις εφήμερες τα εφήμερα
     κλητική εφήμεροι εφήμερες εφήμερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εφήμερος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐφήμερος[1] < ἐπί (ἐφ-) + ἡμέρα

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈfi.me.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εφήμερος

Επίθετο

εφήμερος, -η, -ο(ν)

  1. που διαρκεί πολύ μικρό χρονικό διάστημα
      Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία. (Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική)
  2. που διαρκεί ή ζει μόνο μια μέρα
  3. (συνεκδοχικά) πρόσκαιρος, παροδικός, προσωρινός

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.