ισημερινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ισημερινός οι ισημερινοί
      γενική του ισημερινού των ισημερινών
    αιτιατική τον ισημερινό τους ισημερινούς
     κλητική ισημερινέ ισημερινοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ισημερινός < λείπει η ετυμολογία
Αναπαράσταση του ισημερινού με κόκκινο χρώμα.

Ουσιαστικό

ισημερινός αρσενικό

  • (γεωγραφία) νοητή γραμμή στην επιφάνεια της Γης με ίση απόσταση από τον Βόρειο Πόλο και Νότιο Πόλο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.