πολυήμερος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυήμερος η πολυήμερη το πολυήμερο
      γενική του πολυήμερου της πολυήμερης του πολυήμερου
    αιτιατική τον πολυήμερο την πολυήμερη το πολυήμερο
     κλητική πολυήμερε πολυήμερη πολυήμερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυήμεροι οι πολυήμερες τα πολυήμερα
      γενική των πολυήμερων των πολυήμερων των πολυήμερων
    αιτιατική τους πολυήμερους τις πολυήμερες τα πολυήμερα
     κλητική πολυήμεροι πολυήμερες πολυήμερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολυήμερος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

πολυήμερος, -η, -ο

πολυήμερο ταξίδι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.