εφημέριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εφημέριος οι εφημέριοι
      γενική του εφημέριου
& εφημερίου
των εφημέριων
& εφημερίων
    αιτιατική τον εφημέριο τους εφημέριους
& εφημερίους
     κλητική εφημέριε εφημέριοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εφημέριος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐφημέριος (επίθετο, που συμβαίνει τη μέρα). Συγχρονικά αναλύεται σε εφ- + ημέρ(α) + -ιος.

Προφορά

ΔΦΑ : /e.fiˈme.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εφη¨μέριος

Ουσιαστικό

εφημέριος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.