διημερίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διημερίδα | οι | διημερίδες |
| γενική | της | διημερίδας | των | διημερίδων |
| αιτιατική | τη | διημερίδα | τις | διημερίδες |
| κλητική | διημερίδα | διημερίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
διημερίδα θηλυκό
- εκδήλωση που περιλαμβάνει εισηγήσεις και συζήτηση με το κοινό και διαρκεί δύο ημέρες
Μεταφράσεις
διημερίδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.