διημερίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διημερίδα οι διημερίδες
      γενική της διημερίδας των διημερίδων
    αιτιατική τη διημερίδα τις διημερίδες
     κλητική διημερίδα διημερίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διημερίδα < δι- (<δύο) + ημερίδα (< ημέρα)

Ουσιαστικό

διημερίδα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.