ενήμερος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενήμερος | η | ενήμερη | το | ενήμερο |
| γενική | του | ενήμερου | της | ενήμερης | του | ενήμερου |
| αιτιατική | τον | ενήμερο | την | ενήμερη | το | ενήμερο |
| κλητική | ενήμερε | ενήμερη | ενήμερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενήμεροι | οι | ενήμερες | τα | ενήμερα |
| γενική | των | ενήμερων | των | ενήμερων | των | ενήμερων |
| αιτιατική | τους | ενήμερους | τις | ενήμερες | τα | ενήμερα |
| κλητική | ενήμεροι | ενήμερες | ενήμερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενήμερος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ενήμερος, -η, -ο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.