μέρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μέρα οι μέρες
      γενική της μέρας των μερών
    αιτιατική τη μέρα τις μέρες
     κλητική μέρα μέρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μέρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μέρα < αρχαία ελληνική ἡμέρα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈme.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέρα

Ουσιαστικό

μέρα θηλυκό

  1. χρονικό διάστημα 24 ωρών
     συνώνυμα: εικοσιτετράωρο
  2. χρονικό διάστημα μεταξύ ανατολής και δύσης του ηλίου
     αντώνυμα: νύχτα

Εκφράσεις

  • βλέπω άσπρη μέρα
  • δε βλέπω τη μέρα
  • η μέρα με τη νύχτα
  • κι αύριο μέρα είναι]
  • με βρίσκει η μέρα
  • μέρα μεσημέρι
  • μέρα παρά μέρα
  • μέρα με τη μέρα
  • μετράω τις μέρες
  • μια μέρα / μία ημέρα των ημερών
  • όσο είναι μέρα

Παροιμίες

  • η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται
  • της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά

Συγγενικά

Σύνθετα

και

 και δείτε τη λέξη ημέρα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.