μέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μέρα | οι | μέρες |
| γενική | της | μέρας | των | μερών |
| αιτιατική | τη | μέρα | τις | μέρες |
| κλητική | μέρα | μέρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μέρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μέρα < αρχαία ελληνική ἡμέρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈme.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέ‐ρα
Ουσιαστικό
μέρα θηλυκό
Εκφράσεις
- βλέπω άσπρη μέρα
- δε βλέπω τη μέρα
- η μέρα με τη νύχτα
- κι αύριο μέρα είναι]
- με βρίσκει η μέρα
- μέρα μεσημέρι
- μέρα παρά μέρα
- μέρα με τη μέρα
- μετράω τις μέρες
- μια μέρα / μία ημέρα των ημερών
- όσο είναι μέρα
Παροιμίες
- η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται
- της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά
Συγγενικά
Σύνθετα
- -ήμερος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ήμερος στο Βικιλεξικό όπως δωδεκαήμερος
- -μερο / -ήμερο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -μερο στο Βικιλεξικό όπως Δωδεκάμερο, σαραντάμερο
- μερο- / ημερο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μερο- στο Βικιλεξικό όπως μεροκάματο, μερόνυχτο
και
→ και δείτε τη λέξη ημέρα
- Μέρες της εβδομάδας
-
μέρα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
24 ώρες
Πηγές
- ημέρα & μέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μέρα, ημέρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.