υπερημερία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερημερία | οι | υπερημερίες |
| γενική | της | υπερημερίας | των | υπερημεριών |
| αιτιατική | την | υπερημερία | τις | υπερημερίες |
| κλητική | υπερημερία | υπερημερίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερημερία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
υπερημερία θηλυκό
- το να περνάει κάποια προθεσμία χωρίς να έχουν εκπληρωθεί υποχρεώσεις
- τόκοι υπερημερίας: οι πρόσθετοι τόκοι που πληρώνει κάποιος, όταν δεν εξοφλήσει το χρέος του στην προβλεπόμενη ημερομηνία
- υπερημερία εργοδότη
Μεταφράσεις
υπερημερία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.