υπερημερία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερημερία οι υπερημερίες
      γενική της υπερημερίας των υπερημεριών
    αιτιατική την υπερημερία τις υπερημερίες
     κλητική υπερημερία υπερημερίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερημερία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

υπερημερία θηλυκό

  1. το να περνάει κάποια προθεσμία χωρίς να έχουν εκπληρωθεί υποχρεώσεις
    τόκοι υπερημερίας: οι πρόσθετοι τόκοι που πληρώνει κάποιος, όταν δεν εξοφλήσει το χρέος του στην προβλεπόμενη ημερομηνία
    υπερημερία εργοδότη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.