ἡμέρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἡμέρᾱ | αἱ | ἡμέραι |
| γενική | τῆς | ἡμέρᾱς | τῶν | ἡμερῶν |
| δοτική | τῇ | ἡμέρᾳ | ταῖς | ἡμέραις |
| αιτιατική | τὴν | ἡμέρᾱν | τὰς | ἡμέρᾱς |
| κλητική ὦ! | ἡμέρᾱ | ἡμέραι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἡμέρᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἡμέραιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἡμέρα < ..., μεταπλασμένος τύπος του ἦμαρ (ημέρα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eh₃mr̥ (ζέστη) < *h₂eh₃- (ζεσταίνομαι, καίω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Συγγενικά
- -ήμερος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ήμερος στο Βικιλεξικό
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- ἡμέρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἡμέρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.