ἡμέρα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἡμέρ αἱ ἡμέραι
      γενική τῆς ἡμέρᾱς τῶν ἡμερῶν
      δοτική τῇ ἡμέρ ταῖς ἡμέραις
    αιτιατική τὴν ἡμέρᾱν τὰς ἡμέρᾱς
     κλητική ! ἡμέρ ἡμέραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἡμέρ
γεν-δοτ τοῖν  ἡμέραιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἡμέρα < ..., μεταπλασμένος τύπος του ἦμαρ (ημέρα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eh₃mr̥ (ζέστη) < *h₂eh₃- (ζεσταίνομαι, καίω)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ἡμέρα

Συγγενικά

  • -ήμερος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ήμερος στο Βικιλεξικό
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.