ημερολόγιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημερολόγιο τα ημερολόγια
      γενική του ημερολόγιου
& ημερολογίου
των ημερολόγιων
& ημερολογίων
    αιτιατική το ημερολόγιο τα ημερολόγια
     κλητική ημερολόγιο ημερολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ημερολόγιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἡμερολόγιον[1] < ἡμερ(α) + -ο- + -λόγιο
Ημερολόγιο τοίχου.
Προσωπικό χειρόγραφο ημερολόγιο.

Προφορά

ΔΦΑ : /i.me.ɾoˈlo.ʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ημερολόγιο

Ουσιαστικό

ημερολόγιο ουδέτερο

  1. σύστημα που ακολουθείται από ένα ή περισσότερους λαούς σχετικά με τον καθορισμό της διάρκειας του έτους, των μηνών, τον καθορισμό των δίσεκτων ετών ή άλλων μορφών εμβόλιμων ημερών κλπ
    ηλιακό, σεληνιακό, Ιουλιανό, Γρηγοριανό ημερολόγιο
  2. έντυπο που αναγράφει όλες τις ημέρες του έτους, συχνά με πρόσθετες πληροφορίες όπως οι θρησκευτικές εορτές, η ανατολή και η δύση του ήλιου κλπ
  3. η προσωπική καταγραφή των σκέψεων και της ζωής κάποιου
  4. το βιβλίο που κάποιος καταγράφει τις σκέψεις του και τη ζωή του
  5. (λογιστική) λογιστικό βιβλίο καταγραφής ημερήσιων λογιστικών γεγονότων
      ... λογιστικό αρχείο είναι το Ημερολόγιο του διπλογραφικού συστήματος, στο οποίο καταχωρίζονται τα λογιστικά γεγονότα με ημερολογιακή σειρά, ...[2]
     συνώνυμα: βιβλίο ημερολογίου
     δείτε τις λέξεις βιβλίο απογραφών και καθολικό
  6. επίσημο βιβλίο καταγραφής συμβάντων
* ημερολόγιο υπηρεσίας, ημερολόγιο γεφύρας ή ημερολόγιο καταστρώματος κ.ά.

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.