σημερινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σημερινός η σημερινή το σημερινό
      γενική του σημερινού της σημερινής του σημερινού
    αιτιατική τον σημερινό τη σημερινή το σημερινό
     κλητική σημερινέ σημερινή σημερινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σημερινοί οι σημερινές τα σημερινά
      γενική των σημερινών των σημερινών των σημερινών
    αιτιατική τους σημερινούς τις σημερινές τα σημερινά
     κλητική σημερινοί σημερινές σημερινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σημερινός < (ελληνιστική κοινή)

Επίθετο

σημερινός, -ή, -ό

  1. που έγινε (συνέβη ή φτιάχτηκε κλπ) σήμερα
    έχεις σημερινή εφημερίδα;
  2. που αναφέρεται στην εποχή μας
    η σημερινή νεολαία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.