σημερινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σημερινός | η | σημερινή | το | σημερινό |
| γενική | του | σημερινού | της | σημερινής | του | σημερινού |
| αιτιατική | τον | σημερινό | τη | σημερινή | το | σημερινό |
| κλητική | σημερινέ | σημερινή | σημερινό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σημερινοί | οι | σημερινές | τα | σημερινά |
| γενική | των | σημερινών | των | σημερινών | των | σημερινών |
| αιτιατική | τους | σημερινούς | τις | σημερινές | τα | σημερινά |
| κλητική | σημερινοί | σημερινές | σημερινά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σημερινός < (ελληνιστική κοινή)
Επίθετο
σημερινός, -ή, -ό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.