αμέρα
Τσακωνικά (tsd)
Ετυμολογία
- αμέρα < (κληρονομημένο) δωρική διάλεκτος ἀμέρα. Συγγενή: αρχαία ελληνικά ἡμέρα, κοινή νεοελληνική ημέρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈmeɾa/
Ουσιαστικό
αμέρα αρσενικό
Κλιτικοί τύποι
- αμερή (γενική ενικού)
Πηγές
- Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 1ος@academyofathens
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.