ματαγυρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ματαγυρίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ματαγυρίζω < ματα- + γυρίζω < μεταγυρίζω
Ρήμα
ματαγυρίζω, αόρ.: ματαγύρισα (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ματαγυρίζω | ματαγύριζα | θα ματαγυρίζω | να ματαγυρίζω | ματαγυρίζοντας | |
| β' ενικ. | ματαγυρίζεις | ματαγύριζες | θα ματαγυρίζεις | να ματαγυρίζεις | ματαγύριζε | |
| γ' ενικ. | ματαγυρίζει | ματαγύριζε | θα ματαγυρίζει | να ματαγυρίζει | ||
| α' πληθ. | ματαγυρίζουμε | ματαγυρίζαμε | θα ματαγυρίζουμε | να ματαγυρίζουμε | ||
| β' πληθ. | ματαγυρίζετε | ματαγυρίζατε | θα ματαγυρίζετε | να ματαγυρίζετε | ματαγυρίζετε | |
| γ' πληθ. | ματαγυρίζουν(ε) | ματαγύριζαν ματαγυρίζαν(ε) |
θα ματαγυρίζουν(ε) | να ματαγυρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ματαγύρισα | θα ματαγυρίσω | να ματαγυρίσω | ματαγυρίσει | ||
| β' ενικ. | ματαγύρισες | θα ματαγυρίσεις | να ματαγυρίσεις | ματαγύρισε | ||
| γ' ενικ. | ματαγύρισε | θα ματαγυρίσει | να ματαγυρίσει | |||
| α' πληθ. | ματαγυρίσαμε | θα ματαγυρίσουμε | να ματαγυρίσουμε | |||
| β' πληθ. | ματαγυρίσατε | θα ματαγυρίσετε | να ματαγυρίσετε | ματαγυρίστε | ||
| γ' πληθ. | ματαγύρισαν ματαγυρίσαν(ε) |
θα ματαγυρίσουν(ε) | να ματαγυρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ματαγυρίσει | είχα ματαγυρίσει | θα έχω ματαγυρίσει | να έχω ματαγυρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ματαγυρίσει | είχες ματαγυρίσει | θα έχεις ματαγυρίσει | να έχεις ματαγυρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ματαγυρίσει | είχε ματαγυρίσει | θα έχει ματαγυρίσει | να έχει ματαγυρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ματαγυρίσει | είχαμε ματαγυρίσει | θα έχουμε ματαγυρίσει | να έχουμε ματαγυρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ματαγυρίσει | είχατε ματαγυρίσει | θα έχετε ματαγυρίσει | να έχετε ματαγυρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ματαγυρίσει | είχαν ματαγυρίσει | θα έχουν ματαγυρίσει | να έχουν ματαγυρίσει |
| |
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ματαγυρίζω < μεταγυρίζω, με ματα- + γυρίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.