ματαγυρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ματαγυρίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ματαγυρίζω < ματα- + γυρίζω < μεταγυρίζω

Ρήμα

ματαγυρίζω, αόρ.: ματαγύρισα (χωρίς παθητική φωνή)

  • (λαϊκότροπο) αλλάζω, τα γυρίζω
    Μη μου τα ματαγυρίζεις τώρα! Όλο λες και ξελές (μην τα αλλάζεις, τα φέρνεις ανάποδα)

Κλίση

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ματαγυρίζω < μεταγυρίζω, με ματα- + γυρίζω

Ρήμα

ματαγυρίζω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.