γυρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γυρισμένος | η | γυρισμένη | το | γυρισμένο |
| γενική | του | γυρισμένου | της | γυρισμένης | του | γυρισμένου |
| αιτιατική | τον | γυρισμένο | τη | γυρισμένη | το | γυρισμένο |
| κλητική | γυρισμένε | γυρισμένη | γυρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γυρισμένοι | οι | γυρισμένες | τα | γυρισμένα |
| γενική | των | γυρισμένων | των | γυρισμένων | των | γυρισμένων |
| αιτιατική | τους | γυρισμένους | τις | γυρισμένες | τα | γυρισμένα |
| κλητική | γυρισμένοι | γυρισμένες | γυρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- αναποδογυρισμένος
- καλογυρισμένος
- καλοσυγυρισμένος
- κακογυρισμένος
- κοσμογυρισμένος
- ξαναγυρισμένος
- ξεγυρισμένος
- μαυροτριγυρισμένος
- νεοσυγυρισμένος
- περιτριγυρισμένος
- πολυσυγυρισμένος
- στριφογυρισμένος
- συγυρισμένος
- τοιχογυρισμένος
- τριγυρισμένος
- φρεσκογυρισμένος
- φρεσκοσυγυρισμένος
- ψευτογυρισμένος
- λήγουν σε -γυρισμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
γυρισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.