γυρισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γυρισμένος η γυρισμένη το γυρισμένο
      γενική του γυρισμένου της γυρισμένης του γυρισμένου
    αιτιατική τον γυρισμένο τη γυρισμένη το γυρισμένο
     κλητική γυρισμένε γυρισμένη γυρισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γυρισμένοι οι γυρισμένες τα γυρισμένα
      γενική των γυρισμένων των γυρισμένων των γυρισμένων
    αιτιατική τους γυρισμένους τις γυρισμένες τα γυρισμένα
     κλητική γυρισμένοι γυρισμένες γυρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

γυρισμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.