γύρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
γύρω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γύρω < γύρος στην αιτιατική < γύρωθεν[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈʝi.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γύ‐ρω
- ομόηχο: γύρο
Επίρρημα
γύρω
Σύνθετα
Αναφορές
- {Π:ΛΚΝ}}
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.