περιφέρεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιφέρεια οι περιφέρειες
      γενική της περιφέρειας των περιφερειών
    αιτιατική την περιφέρεια τις περιφέρειες
     κλητική περιφέρεια περιφέρειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιφέρεια < αρχαία ελληνική περιφέρεια < περιφερής < περιφέρω

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ɾiˈfe.ɾi.a/

Ουσιαστικό

περιφέρεια θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.