κλωθογυρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κλωθογυρίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

κλωθογυρίζω

  1. στριφογυρίζω
  2. (ειδικότερα), (μεταφορικά) προσπαθώ να αποφύγω κάποια εργασία

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.