ξεγυρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεγυρίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ξεγυρίζω
- σωματική βελτίωση, ανάρρωση, συχνά μετά από μια αρρώστια ή κακουχία.
- οι διακοπές στην εξοχή σου έκαναν καλό, ξεγύρισες!
- αλλάζω, αναστρέφω
- η κατάσταση ξεγύρισε
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεγυρίζω | ξεγύριζα | θα ξεγυρίζω | να ξεγυρίζω | ξεγυρίζοντας | |
| β' ενικ. | ξεγυρίζεις | ξεγύριζες | θα ξεγυρίζεις | να ξεγυρίζεις | ξεγύριζε | |
| γ' ενικ. | ξεγυρίζει | ξεγύριζε | θα ξεγυρίζει | να ξεγυρίζει | ||
| α' πληθ. | ξεγυρίζουμε | ξεγυρίζαμε | θα ξεγυρίζουμε | να ξεγυρίζουμε | ||
| β' πληθ. | ξεγυρίζετε | ξεγυρίζατε | θα ξεγυρίζετε | να ξεγυρίζετε | ξεγυρίζετε | |
| γ' πληθ. | ξεγυρίζουν(ε) | ξεγύριζαν ξεγυρίζαν(ε) |
θα ξεγυρίζουν(ε) | να ξεγυρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεγύρισα | θα ξεγυρίσω | να ξεγυρίσω | ξεγυρίσει | ||
| β' ενικ. | ξεγύρισες | θα ξεγυρίσεις | να ξεγυρίσεις | ξεγύρισε | ||
| γ' ενικ. | ξεγύρισε | θα ξεγυρίσει | να ξεγυρίσει | |||
| α' πληθ. | ξεγυρίσαμε | θα ξεγυρίσουμε | να ξεγυρίσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεγυρίσατε | θα ξεγυρίσετε | να ξεγυρίσετε | ξεγυρίστε | ||
| γ' πληθ. | ξεγύρισαν ξεγυρίσαν(ε) |
θα ξεγυρίσουν(ε) | να ξεγυρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεγυρίσει | είχα ξεγυρίσει | θα έχω ξεγυρίσει | να έχω ξεγυρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεγυρίσει | είχες ξεγυρίσει | θα έχεις ξεγυρίσει | να έχεις ξεγυρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεγυρίσει | είχε ξεγυρίσει | θα έχει ξεγυρίσει | να έχει ξεγυρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεγυρίσει | είχαμε ξεγυρίσει | θα έχουμε ξεγυρίσει | να έχουμε ξεγυρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεγυρίσει | είχατε ξεγυρίσει | θα έχετε ξεγυρίσει | να έχετε ξεγυρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεγυρίσει | είχαν ξεγυρίσει | θα έχουν ξεγυρίσει | να έχουν ξεγυρίσει |
| |
Μεταφράσεις
ξεγυρίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.