πλατφόρμα

Νέα ελληνικά (el)

Άδεια πλατφόρμα σιδηροδρομικού σταθμού.
Ένα ζευγάρι καφέ πλατφόρμες.
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλατφόρμα οι πλατφόρμες
      γενική της πλατφόρμας των πλατφορμών
    αιτιατική την πλατφόρμα τις πλατφόρμες
     κλητική πλατφόρμα πλατφόρμες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλατφόρμα < γαλλική plate-forme

Ουσιαστικό

πλατφόρμα θηλυκό

  1. η αποβάθρα
  2. ψηφιακό ή μη σύστημα καταχώρησης, επεξεργασίας και μεταβολής πληροφοριών
  3. αποβάθρα απογείωσης/προσγείωσης/εκτόξευσης
  4. πρότυπο, μοντέλο δράσης, προσχεδιασμένο πλάνο για προκαθορισμένη χρήση
  5. (πληροφορική) το περιβάλλον λειτουργίας, που αφορά το λογισμικό (software) ή υλικό (hardware) ή και τα δύο (το σύστημα):
  6. είδος οχήματος για την μεταφορά μικρότερων οχημάτων ή άλλων αντικειμένων
  7. είδος γυναικείου υποδήματος

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.