γύρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γύρα οι γύρες
      γενική της γύρας
    αιτιατική τη γύρα τις γύρες
     κλητική γύρα γύρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γύρα < μεσαιωνική ελληνική: γύρα < ελληνιστική γῦρος

Ουσιαστικό

γύρα θηλυκό

  1. ο πηγαιμός από μέρος σε μέρος με ή χωρίς σκοπό
    • (ειδικότερα) (μεσαιωνική) η περιοδεία για είσπραξη γεωργικών χρεών ή επιθεώρηση κτημάτων
  2. περιστροφή γύρω από τον εαυτό μας σε χορό ή γενικά
  3. κίνηση σε χορό που περιέχει είτε περιστροφή γύρω από τον εαυτό μας είτε μετακίνηση σε κύκλο με χορευτικές κινήσεις

Εκφράσεις

  • βγαίνω στη γύρα
  • τα φέρνω γύρα
  • φέρνω γύρα (κάποιον): περιτριγυρίζω, γυροφέρνω κάποιον με σκοπό να πετύχω κάτι

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.