αυλόγυρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυλόγυρος οι αυλόγυροι
      γενική του αυλόγυρου των αυλόγυρων
    αιτιατική τον αυλόγυρο τους αυλόγυρους
     κλητική αυλόγυρε αυλόγυροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυλόγυρος < αυλή + -ο- + γύρος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈvlo.ʝi.ɾos/

Ουσιαστικό

αυλόγυρος αρσενικό

  1. η αυλή γύρω από κάποιο κτίσμα
  2. ο αυλότοιχος
     συνώνυμα: περίβολος, μαντρότοιχος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.