αυλόγυρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αυλόγυρος | οι | αυλόγυροι |
| γενική | του | αυλόγυρου | των | αυλόγυρων |
| αιτιατική | τον | αυλόγυρο | τους | αυλόγυρους |
| κλητική | αυλόγυρε | αυλόγυροι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈvlo.ʝi.ɾos/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.