βόλτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βόλτα | οι | βόλτες |
| γενική | της | βόλτας | — | |
| αιτιατική | τη | βόλτα | τις | βόλτες |
| κλητική | βόλτα | βόλτες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βόλτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βόλτα < ιταλική volta (στροφή) < δημώδης λατινική *volta < λατινική voluta, θηλυκό του volutus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος volvo (στρέφω, γυρίζω, κυλώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wel- (γυρίζω, τριγυρίζω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvol.ta/
Ουσιαστικό
βόλτα θηλυκό
Εκφράσεις
- κόβω βόλτες
- παίρνω την κάτω βόλτα
- παίρνω την πάνω βόλτα
- ρίχνω τις βόλτες μου ή φέρνω τις βόλτες μου
- τα φέρνω βόλτα
- φέρνω βόλτα κάποιον ή κάτι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.