πανηγύρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πανηγύρι τα πανηγύρια
      γενική του πανηγυριού των πανηγυριών
    αιτιατική το πανηγύρι τα πανηγύρια
     κλητική πανηγύρι πανηγύρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πανηγύρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πανηγύρι / πανηγύριον ελληνιστική κοινή πανηγύριον < αρχαία ελληνική πᾰνήγῠρις <  δείτε  πᾶς + ἄγυρις, ἀγορά < ἀγείρω

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.niˈʝi.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πανηγύρι

Ουσιαστικό

πανηγύρι ουδέτερο

  1. εορτασμός θρησκευτικής γιορτής σε έναν τόπο με φαγητά και χορούς
  2. η εμποροπανήγυρη
  3. (κατ’ επέκταση) εκδήλωση μεγάλης χαράς και ενθουσιαμού
    κάναμε πανηγύρι όταν μάθαμε τα καλά νέα
  4. (μεταφορικά) (συνήθως στον πληθυντικό) τσακωμός, φασαρία
    θα γίνει μεγάλο πανηγύρι (ή θα έχουμε πανηγύρια) αν το μάθει ο πατέρας σου

Εκφράσεις

  • (είμαι) για τα πανηγύρια: έκφραση που χρησιμοποιείται για εξευτελισμό ή γελοιοποίηση του αντικειμένου ή ατόμου
    η τηλεόραση που αγόρασες είναι για τα πανηγύρια
  • χαρές και πανηγύρια: αυξάνει την ένταση της λέξης χαρά

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις πας, αγορά και αγείρω

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ουσιαστικό

πανηγύρι ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.