γύρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γύρισμα τα γυρίσματα
      γενική του γυρίσματος των γυρισμάτων
    αιτιατική το γύρισμα τα γυρίσματα
     κλητική γύρισμα γυρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γύρισμα < μεσαιωνική ελληνική γύρισμα(ν) < γυρίζ(ω) + -μα(ν)
Κινηματογραφικό γύρισμα εξωτερικού χώρου.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʝi.ɾi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γύρισμα

Ουσιαστικό

γύρισμα ουδέτερο

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του γυρίζω
     συνώνυμα: περιστροφή, στροφή, συστροφή
  2. η επιστροφή
  3. το τριγύρισμα, το ταξίδι
  4. η αναστροφή, το αναποδογύρισμα
  5. (μουσική) η επωδός, το τσάκισμα
  6. (μουσική) η αλλαγή ρυθμού
  7. η κινηματογράφηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

 δείτε τις λέξεις στροφή, επιστροφή, τριγύρισμα, αναποδογύρισμα, επωδός και κινηματογράφηση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.