κίνηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κίνηση | οι | κινήσεις |
| γενική | της | κίνησης* | των | κινήσεων |
| αιτιατική | την | κίνηση | τις | κινήσεις |
| κλητική | κίνηση | κινήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κινήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κίνηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κίνη(σις) + -ση < κινέω, κινῶ (κινώ) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική mouvement[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈci.ni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κί‐νη‐ση
- τονικό παρώνυμο: κινήσει
Ουσιαστικό
κίνηση θηλυκό
- (φυσική) το αποτέλεσμα της χρονικής εντροπίας
- η κυκλοφορία των οχημάτων
- ※ Παρακολουθούσα απ' το παράθυρο την κίνηση του δρόμου. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- (κατ’ επέκταση) ο μεγάλος ή και υπερβολικός αριθμός οχημάτων που κυκλοφορούν σε μια δεδομένη στιγμή
- ↪ βρήκα κίνηση και άργησα
- η πρωτοβουλία
- ↪ έκανα την κίνηση και της μίλησα
- το δυναμικό κίνημα, οργάνωση ανθρώπων που κάτι θέλουν να αλλάξουν· κίνημα με έμφαση στην πρωτοβουλία αλλαγής (ενίοτε χρησιμοποιείται ως ονοματολογική διαφοροποίηση από άλλα κινήματα, οργανώσεις, συνδέσμους κτλ)
- ↪ κίνηση πολιτών, κίνηση πολιτών τάδε
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κινώ
Σύνθετα
- ακινησία
- κινησιο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κινησιο- στο Βικιλεξικό
- ανακίνηση
- διακίνηση
- εκκίνηση
- επανεκκίνηση
- ηλεκτροκίνηση
- ιμαντοκίνηση
- μετακίνηση
- παρακίνηση
- πετρελαιοκίνηση
- συγκίνηση
- υποκίνηση
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κίνηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.