κίνηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κίνηση οι κινήσεις
      γενική της κίνησης* των κινήσεων
    αιτιατική την κίνηση τις κινήσεις
     κλητική κίνηση κινήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κινήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κίνηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κίνη(σις) + -ση < κινέω, κινῶ (κινώ) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική mouvement[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈci.ni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κίνηση
τονικό παρώνυμο: κινήσει

Ουσιαστικό

κίνηση θηλυκό

  1. (φυσική) το αποτέλεσμα της χρονικής εντροπίας
     αντώνυμα: ακινησία
  2. η κυκλοφορία των οχημάτων
      Παρακολουθούσα απ' το παράθυρο την κίνηση του δρόμου. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
  3. (κατ’ επέκταση) ο μεγάλος ή και υπερβολικός αριθμός οχημάτων που κυκλοφορούν σε μια δεδομένη στιγμή
    βρήκα κίνηση και άργησα
  4. η πρωτοβουλία
    έκανα την κίνηση και της μίλησα
  5. το δυναμικό κίνημα, οργάνωση ανθρώπων που κάτι θέλουν να αλλάξουν· κίνημα με έμφαση στην πρωτοβουλία αλλαγής (ενίοτε χρησιμοποιείται ως ονοματολογική διαφοροποίηση από άλλα κινήματα, οργανώσεις, συνδέσμους κτλ)
    κίνηση πολιτών, κίνηση πολιτών τάδε

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη κινώ

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.