γυριστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γυριστός | η | γυριστή | το | γυριστό |
| γενική | του | γυριστού | της | γυριστής | του | γυριστού |
| αιτιατική | τον | γυριστό | τη | γυριστή | το | γυριστό |
| κλητική | γυριστέ | γυριστή | γυριστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γυριστοί | οι | γυριστές | τα | γυριστά |
| γενική | των | γυριστών | των | γυριστών | των | γυριστών |
| αιτιατική | τους | γυριστούς | τις | γυριστές | τα | γυριστά |
| κλητική | γυριστοί | γυριστές | γυριστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γυριστός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γυριστός < γυρίζ(ω) + -τός
Μεταφράσεις
γυριστός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.