περίγυρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περίγυρος οι περίγυροι
      γενική του περίγυρου
& περιγύρου
των περίγυρων
& περιγύρων
    αιτιατική τον περίγυρο τους περίγυρους
& περιγύρους
     κλητική περίγυρε περίγυροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περίγυρος < περί- + γύρος (2. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική alentours)

Προφορά

ΔΦΑ : /peˈɾi.ʝi.ɾos/

Ουσιαστικό

περίγυρος αρσενικό

  1. φράχτης που βρίσκεται τριγύρω
     συνώνυμα: περίφραγμα, μάντρα
  2. πρόσωπα στο οικογενειακό, επαγγελματικό ή άλλο περιβάλλον κάποιου
     συνώνυμα: περιβάλλον

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.