βοήθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βοήθεια | οι | βοήθειες |
| γενική | της | βοήθειας & βοηθείας |
των | βοηθειών |
| αιτιατική | τη | βοήθεια | τις | βοήθειες |
| κλητική | βοήθεια | βοήθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βοήθεια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βοήθεια
Προφορά
- ΔΦΑ : /voˈi.θi.a/
- ΔΦΑ : /voˈi.θça/ (με συνίζηση ως παροξύτονη λέξη: προφορικό, λαϊκότροπο)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βο‐ή‐θει‐α
Ουσιαστικό
βοήθεια θηλυκό
- η ενέργεια που στοχεύει στην υποστήριξη, στην ενίσχυση, στην προστασία ή στην ανακούφιση κάποιου
- ↪ δίνω τη βοήθειά μου
- ↪ σπεύδω προς βοήθεια
- ↪ καλώ σε βοήθεια
- (συνεκδοχικά) ό,τι προσφέρεται με την παραπάνω ενέργεια
- ↪ η βοήθειά τους ήταν σημαντική
- (συνεκδοχικά) το πρόσωπο που προσφέρει την παραπάνω ενέργεια
- ↪ οι φίλοι είναι βοήθεια στις δύσκολες στιγμές
Εκφράσεις
- πρώτες βοήθειες : η άμεση και στοιχειώδης ιατρική περίθαλψη που δίνεται σε τραυματίες και επείγοντα περιστατικά
- το πρώτων βοηθειών
- χείρα βοηθείας: χέρι βοηθείας, βοήθεια
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βοηθός
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
βοήθεια
|
Επιφώνημα
βοήθεια!
Μεταφράσεις
Βοήθεια!!!
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | βοήθειᾰ | αἱ | βοήθειαι |
| γενική | τῆς | βοηθείᾱς | τῶν | βοηθειῶν |
| δοτική | τῇ | βοηθείᾳ | ταῖς | βοηθείαις |
| αιτιατική | τὴν | βοήθειᾰν | τὰς | βοηθείᾱς |
| κλητική ὦ! | βοήθειᾰ | βοήθειαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βοηθείᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βοηθείαιν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βοηθός
Επιφώνημα
βοήθεια!
Αναφορές
- βοηθός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- βοήθεια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βοήθεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.