conseil

Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
conseil conseils

conseil (fr) αρσενικό

  1. η συμβουλή
  2. η γνωμοδότηση
  3. το συμβούλιο
  4. η σύγκλητος

Συγγενικά



Παλαιά γαλλικά (fro)

Ουσιαστικό

πτώση ενικός πληθυντικός
cas sujet conseuz conseil
cas régime conseil conseuz

conseil αρσενικό

  1. ο στοχασμός, η σκέψη
  2. η απόφαση
  3. η σοφία
  4. η γνώμη, η πίστη
  5. η βοήθεια, η υποστήριξη
  6. το μυστικό

Συγγενικά

  • conseillable
  • conseillement
  • conseilleor
  • conseillier
  • a consillons
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.