πρώτες βοήθειες
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | πρώτες βοήθειες | ||
| γενική | των | πρώτων βοηθειών | ||
| αιτιατική | τις | πρώτες βοήθειες | ||
| κλητική | πρώτες βοήθειες | |||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρώτες βοήθειες < → δείτε τις λέξεις πρώτος και βοήθεια• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
.JPG.webp)
Κουτί πρώτων βοηθειών.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.tes voˈi.θi.es/
Πολυλεκτικός όρος
πρώτες βοήθειες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (ιατρική) βασική ιατρική περίθαλψη η οποία παρέχεται σε θύμα τραυματισμού, συνήθως όταν είναι ελαφρύς ή όταν δεν υπάρχει δυνατότητα για καλύτερη περίθαλψη
- ※ Μάχη για να κρατηθεί στη ζωή δίνει ένα 6χρονο αγόρι από τα Γρεβενά το οποίο υπέστη ανακοπή καρδιάς από άγνωστη μέχρι στιγμής αιτία. Αρχικά, πλήρωμα του ΕΚΑΒ έφτασε σπίτι του παιδιού αργά το απόγευμα της Τρίτης και του προσέφερε τις πρώτες βοήθειες.
- Γρεβενά: 6χρονο αγόρι υπέστη ανακοπή – Μεταφέρθηκε στην Πάτρα (4 Ιανουαρίου 1923), Η Καθημερινή
- ※ Μάχη για να κρατηθεί στη ζωή δίνει ένα 6χρονο αγόρι από τα Γρεβενά το οποίο υπέστη ανακοπή καρδιάς από άγνωστη μέχρι στιγμής αιτία. Αρχικά, πλήρωμα του ΕΚΑΒ έφτασε σπίτι του παιδιού αργά το απόγευμα της Τρίτης και του προσέφερε τις πρώτες βοήθειες.
Μεταφράσεις
πρώτες βοήθειες
|
Πηγές
- βοήθεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.