κίνδυνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κίνδυνος | οι | κίνδυνοι |
| γενική | του | κινδύνου & κίνδυνου |
των | κινδύνων |
| αιτιατική | τον | κίνδυνο | τους | κινδύνους |
| κλητική | κίνδυνε | κίνδυνοι | ||
| Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κίνδυνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κίνδυνος. Συγκρίνετε με το κίντυνος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈcin.ði.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κίν‐δυ‐νος
Ουσιαστικό
κίνδυνος αρσενικό
Εκφράσεις
- έξοδος κινδύνου
- κίνδυνος θάνατος
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
κινδυν-
κινδυν-
- ακίνδυνα (επίρρημα)
- ακίνδυνος
- διακινδύνευση
- διακινδυνεύω, διακινδυνεύομαι
- επικίνδυνα (επίρρημα)
- επικίνδυνος
- επικινδυνότητα
- επικινδύνως (λόγιο επίρρημα)
- κινδυνεύω, κινδυνεύομαι
- κινδυνολογία
- κινδυνολογικός
- κινδυνολόγος
- κινδυνολογώ
- κινδυνώδης, κινδυνώδες
- μικροκίνδυνος
- παρακινδυνευμένα (επίρρημα)
- παρακινδυνευμένος
- παρακινδυνευτικά (επίρρημα)
- παρακινδυνευτικός
- παρακινδυνεύω, παρακινδυνεύομαι
- προκινδυνεύω
- ριψοκίνδυνα (επίρρημα)
- ριψοκινδύνευση
- ριψοκινδυνεύω
- ριψοκίνδυνος
- συγκινδυνεύω
- φιλοκίνδυνος
- Λέξεις με κινδυν- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
Πηγές
- κίνδυνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κίνδυνος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κίνδυνος | οἱ | κίνδυνοι |
| γενική | τοῦ | κινδύνου | τῶν | κινδύνων |
| δοτική | τῷ | κινδύνῳ | τοῖς | κινδύνοις |
| αιτιατική | τὸν | κίνδυνον | τοὺς | κινδύνους |
| κλητική ὦ! | κίνδυνε | κίνδυνοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κινδύνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κινδύνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
κίνδυνος < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
(Χρειάζεται επεξεργασία)
- κινδύνευμα
- κινδυνευτής
- κινδυνευτικός
- κινδυνεύω
- κινδυνώδης
- Λέξεις λέξεις με κινδυν- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
- κίνδυνος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- κίνδυνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κίνδυνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.