κίνδυνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κίνδυνος οι κίνδυνοι
      γενική του κινδύνου
& κίνδυνου
των κινδύνων
    αιτιατική τον κίνδυνο τους κινδύνους
     κλητική κίνδυνε κίνδυνοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κίνδυνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κίνδυνος. Συγκρίνετε με το κίντυνος.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈcin.ði.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κίνδυνος

Ουσιαστικό

κίνδυνος αρσενικό

  1. οποιαδήποτε δυνατότητα έλευσης απώλειας ή ζημίας (ζωής ή αγαθών)
  2. οποιαδήποτε δύσκολη κατάσταση βρισκόμαστε και υπάρχει φόβος

Εκφράσεις

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
κινδυν- 

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κίνδυνος οἱ κίνδυνοι
      γενική τοῦ κινδύνου τῶν κινδύνων
      δοτική τῷ κινδύν τοῖς κινδύνοις
    αιτιατική τὸν κίνδυνον τοὺς κινδύνους
     κλητική ! κίνδυνε κίνδυνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κινδύνω
γεν-δοτ τοῖν  κινδύνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κίνδυνος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κίνδυνος αρσενικό

Συγγενικά

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.