πρώτων βοηθειών

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πρώτων βοηθειών < υπηρεσία πρώτων βοηθειών

Πολυλεκτικός όρος

πρώτων βοηθειών ουδέτερο

  1. η υπηρεσία που δέχεται τηλεφωνικές κλήσεις και αποστέλλει αυτοκίνητο πρώτων βοηθειών σε ασθενείς και επείγοντα περιστατικά
    τηλεφωνήσαμε στο πρώτων βοηθειών
  2. νοσοκομειακό αυτοκίνητο για παροχή πρώτων βοηθειών και μεταφορά ασθενών στο νοσοκομείο
    Πήραμε τηλέφωνο και ήρθε το πρώτων βοηθειών

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.