πρώτων βοηθειών
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
πρώτων βοηθειών < υπηρεσία πρώτων βοηθειών
Πολυλεκτικός όρος
πρώτων βοηθειών ουδέτερο
- η υπηρεσία που δέχεται τηλεφωνικές κλήσεις και αποστέλλει αυτοκίνητο πρώτων βοηθειών σε ασθενείς και επείγοντα περιστατικά
- τηλεφωνήσαμε στο πρώτων βοηθειών
- νοσοκομειακό αυτοκίνητο για παροχή πρώτων βοηθειών και μεταφορά ασθενών στο νοσοκομείο
- Πήραμε τηλέφωνο και ήρθε το πρώτων βοηθειών
Συνώνυμα
- ασθενοφόρο (2)
Μεταφράσεις
νοσοκομειακό αυτοκίνητο
|
→ δείτε τη λέξη ασθενοφόρο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.