αρωγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρωγή οι αρωγές
      γενική της αρωγής των αρωγών
    αιτιατική την αρωγή τις αρωγές
     κλητική αρωγή αρωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρωγή < αρχαία ελληνική ἀρωγή < ἀρήγω (βοηθώ)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɾoˈʝi/

Ομώνυμα / Ομόηχα

Ουσιαστικό

αρωγή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.