help

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

help (en)

  • (μη μετρήσιμο) η βοήθεια
    Ι can make it alone; I need your help!
    Δεν τα καταφέρνω μόνος/μόνη μου· χρειάζομαι τη βοήθειά σου!

Ρήμα

ενεστώτας help
γ΄ ενικό ενεστώτα helps
αόριστος helped
παθητική μετοχή helped
ενεργητική μετοχή helping

help (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) βοηθάω, κάνω ευκολότερο ή δυνατό για κάποιον να κάνει κάτι δίνοντάς του κάτι που χρειάζεται
    Help me!
    Βοηθείστε/Βοήθησέ με!
    Can I help you?
    Μπορώ να σας βοηθήσω;
    I help someone cross the street.
    Βοηθώ κάποιον να περάσει το δρόμο.
    His advice helped me a lot.
    Οι συμβουλές του με βοήθησαν πολύ.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) βοηθάω, βελτιώνω μια κατάσταση ή διευκολύνω να συμβεί κάτι
    Crying won’t help you.
    Δεν θα σε βοηθήσουνε τα κλάματα.
    Ouzo helps with digestion.
    Το ούζο βοηθάει τη χώνεψη.

Εκφράσεις

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.