προστασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προστασία | οι | προστασίες |
| γενική | της | προστασίας | των | προστασιών |
| αιτιατική | την | προστασία | τις | προστασίες |
| κλητική | προστασία | προστασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προστασία < αρχαία ελληνική προστασία < προστάτης < προΐστημι
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.staˈsi.a/
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
προστασία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.