ανακούφιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανακούφιση | οι | ανακουφίσεις |
| γενική | της | ανακούφισης* | των | ανακουφίσεων |
| αιτιατική | την | ανακούφιση | τις | ανακουφίσεις |
| κλητική | ανακούφιση | ανακουφίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανακουφίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανακούφιση < αρχαία ελληνική ἀνακούφισις < ἀνακουφίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.naˈku.fi.si/
Ουσιαστικό
ανακούφιση θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.