υποστήριξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποστήριξη οι υποστηρίξεις
      γενική της υποστήριξης* των υποστηρίξεων
    αιτιατική την υποστήριξη τις υποστηρίξεις
     κλητική υποστήριξη υποστηρίξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποστηρίξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποστήριξη < (καθαρεύουσα) ὑποστήριξις < υποστηρίζω + -σις/-ση  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

υποστήριξη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.