βοή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βοή οι βοές
      γενική της βοής των βοών
    αιτιατική τη βοή τις βοές
     κλητική βοή βοές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βοή < αρχαία ελληνική βοή

Προφορά

ΔΦΑ : /voˈi/

Ουσιαστικό

βοή θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.