βοηθός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | βοηθός | οι | βοηθοί |
| γενική | του/της | βοηθού | των | βοηθών |
| αιτιατική | τον/τη | βοηθό | τους/τις | βοηθούς |
| κλητική | βοηθέ | βοηθοί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βοηθός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βοηθός
Προφορά
- ΔΦΑ : /voi̯ˈθos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βο‐η‐θός
Ουσιαστικό
βοηθός αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
βοηθός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | βοηθός | τὸ | βοηθόν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | βοηθοῦ | τοῦ | βοηθοῦ | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | βοηθῷ | τῷ | βοηθῷ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | βοηθόν | τὸ | βοηθόν | ||
| κλητική ὦ! | βοηθέ | βοηθόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | βοηθοί | τὰ | βοηθᾰ́ | ||
| γενική | τῶν | βοηθῶν | τῶν | βοηθῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | βοηθοῖς | τοῖς | βοηθοῖς | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | βοηθούς | τὰ | βοηθᾰ́ | ||
| κλητική ὦ! | βοηθοί | βοηθᾰ́ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βοηθώ | τὼ | βοηθώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βοηθοῖν | τοῖν | βοηθοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βοηθός < βοηθόος
Επίθετο
βοηθός, -ός, -όν
- που βοηθάει, που παρέχει βοήθεια
- βοηθητικός
- συμμαχικός
- (ουσιαστικοποιημένο) ο βοηθός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βοηθόος
Πηγές
- βοηθός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βοηθός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.