επικουρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επικουρία | οι | επικουρίες |
| γενική | της | επικουρίας | των | επικουριών |
| αιτιατική | την | επικουρία | τις | επικουρίες |
| κλητική | επικουρία | επικουρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
επικουρία θηλυκό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
επικουρία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.