επικουρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επικουρία οι επικουρίες
      γενική της επικουρίας των επικουριών
    αιτιατική την επικουρία τις επικουρίες
     κλητική επικουρία επικουρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επικουρία < ἐπί + -κοῦρος "δρομαίος" < λατ. curro "τρέχω"

Ουσιαστικό

επικουρία θηλυκό

  1. η συνδρομή, η βοήθεια
  2. (στρατ.) η εφεδρική δύναμη για τη βοήθεια των μαχόμενων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.