secours
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
secours (fr), les secours.
Voiture de secours. Όχημα πρώτων βοηθειών.
Au secours ! Βοήθεια !
Courir au secours de quelqu'un. Τρέχω να βοηθήσω κάποιον.
Les premiers secours. Πρώτες βοήθειες.
15, le SAMU. Αριθμός τηλεφώνου πρώτων βοηθειών (στη Γαλλία) (μόνο για ιατρικούς λόγους).
18, les pompiers. Αριθμός τηλεφώνου των πυροσβεστών (στη Γαλλία) : καλούνται για τις πρώτες βοήθειες, για οποιονδήποτε λόγο.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.