ακμή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακμή οι ακμές
      γενική της ακμής των ακμών
    αιτιατική την ακμή τις ακμές
     κλητική ακμή ακμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακμή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκμή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eḱ- (κοφτερός)

Προφορά

ΔΦΑ : /akˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακμή
παλιότερος συλλαβισμός: ακμή
γυναικείο πρόσωπο με ακμή
Με τα χρώματα ξεχωρίζουν οι ακμές του κύβου.

Ουσιαστικό

ακμή θηλυκό

  1. η περίοδος κατά την οποία ακμάζει (φτάνει στο ανώτερο και ακραίο σημείο της ανάπτυξής του) ένας πολιτισμός, ένας τομέας της ανθρώπινης δραστηριότητας ή ένα άτομο
  2. (γεωμετρία, στερεομετρία) το ευθύγραμμο τμήμα που αποτελεί την τομή δύο γειτονικών εδρών ενός στερεού, δηλ. το σημείο στο οποίο τα άκρα της μιας έδρας ενώνονται με τα άκρα της επόμενης
  3. η άκρη, η κόψη
    επί ξυρού ακμής - στην κόψη του ξυραφιού
  4. (ιατρική) πάθηση του δέρματος, πιο συνηθισμένη στους εφήβους, η οποία εκδηλώνεται με την εμφάνιση εξανθημάτων στο πρόσωπο (μπιμπίκια)

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.