ανάπτυξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανάπτυξη | οι | αναπτύξεις |
| γενική | της | ανάπτυξης* | των | αναπτύξεων |
| αιτιατική | την | ανάπτυξη | τις | αναπτύξεις |
| κλητική | ανάπτυξη | αναπτύξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναπτύξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανάπτυξη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνάπτυ(ξις) + -ξη, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική développement[1] < (ανά-) ἀνά + πτύσσω
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈna.pti.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νά‐πτυ‐ξη
Ουσιαστικό
ανάπτυξη θηλυκό
- πρόοδος
- μεγάλωμα
- δημιουργία
- (πληροφορική) ο προγραμματισμός ηλεκτρονικού υπολογιστή, η δημιουργία λογισμικού
Μεταφράσεις
ανάπτυξη
|
Αναφορές
- ανάπτυξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.