άκμονας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | άκμονας | οι | άκμονες |
| γενική | του | άκμονα & άκμονος* |
των | ακμόνων |
| αιτιατική | τον | άκμονα | τους | άκμονες |
| κλητική | άκμονα | άκμονες | ||
| * Και λόγια γενική σε -ος σε παγιωμένες εκφράσεις και όρους. | ||||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άκμονας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄκμων
- (ιατρικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική enclume[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈak.mo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άκ‐μο‐νας
Ουσιαστικό

με το Νο 7, ο άκμονας
άκμονας αρσενικό
- (εργαλείο, λόγιο) το αμόνι
- (ιατρική, ανατομία) το δεύτερο από τα τρία οστάρια που υπάρχουν στο εσωτερικό αφτί, αυτό που μοιάζει με αμόνι
Εκφράσεις
Αναφορές
- άκμονας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.