άκανθα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άκανθα | οι | άκανθες |
| γενική | της | άκανθας | των | ακανθών |
| αιτιατική | την | άκανθα | τις | άκανθες |
| κλητική | άκανθα | άκανθες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άκανθα 1-4 < αρχαία ελληνική ἄκανθα
- άκανθα 5 < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική acanthe < λατινικά acanthus < αρχαία ελληνική ὁ ἄκανθος
Ουσιαστικό
άκανθα θηλυκό
- (λόγιο) αγκάθι
- (μεταφορικά) δυσκολία, εμπόδιο
- (ανατομία) μυτερή, λεπτή και σκληρή προεξοχή (π.χ. οστού)
- (ζωολογία) τα λεπτά οστά του ψαροκόκαλου, η σπονδυλική στήλη των ψαριών ή των ερπετών
- (αρχιτεκτονική) (αρχαιολογία) η γλυπτή διακόσμηση του κιονόκρανου κορινθιακού ρυθμού, ο άκανθος
- (βοτανική, λουλούδι) αγριολούλουδο
Πολυλεκτικοί όροι
- (ανατομία) ισχιακή άκανθα
- (ανατομία) ρινική άκανθα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.