σπυράκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπυράκι τα σπυράκια
      γενική
    αιτιατική το σπυράκι τα σπυράκια
     κλητική σπυράκι σπυράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπυράκι < σπυρί + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

σπυράκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του σπυρί
  2. η ακμή, το (έμπυο ή μη) δερματικό εξάνθημα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.