κοφτερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοφτερός | η | κοφτερή | το | κοφτερό |
| γενική | του | κοφτερού | της | κοφτερής | του | κοφτερού |
| αιτιατική | τον | κοφτερό | την | κοφτερή | το | κοφτερό |
| κλητική | κοφτερέ | κοφτερή | κοφτερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοφτεροί | οι | κοφτερές | τα | κοφτερά |
| γενική | των | κοφτερών | των | κοφτερών | των | κοφτερών |
| αιτιατική | τους | κοφτερούς | τις | κοφτερές | τα | κοφτερά |
| κλητική | κοφτεροί | κοφτερές | κοφτερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοφτερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοφτερός[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κόφτ(ω) + -ερός.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.fteˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐φτε‐ρός
Επίθετο
κοφτερός, -ή, -ό
- που κόβει πολύ καλά
- ↪ κοφτερό μαχαίρι
- (μεταφορικά) εύστροφος
- ↪ κοφτερό μυαλό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κόβω
Μεταφράσεις
κοφτερός
|
Αναφορές
- κοφτερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
Κλιτικοί τύποι
- κοφτερές (θηλυκό, πληθυντικός)
Αναφορές
- κοφτερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- κοπτερός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.