αγκάθι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγκάθι | τα | αγκάθια |
| γενική | του | αγκαθιού | των | αγκαθιών |
| αιτιατική | το | αγκάθι | τα | αγκάθια |
| κλητική | αγκάθι | αγκάθια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Αγκάθια κάκτου.

Αγκάθια καθαρισμένων ψαριών.
Ετυμολογία
- αγκάθι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγκάθι , ἀκάνθιν < αρχαία ελληνική ἀκάνθιον, υποκοριστικό του ἄκανθα[1] < ἀκή, (λεπτή άκρη)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aŋˈɡa.θi/ (και σε γρήγορο λόγο /aˈɡa.θi/)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γκά‐θι
Ουσιαστικό
αγκάθι ουδέτερο
- αιχμηρό και σκληρό όργανο των φυτών, που τα προστατεύει από τους εχθρούς τους
- (συνεκδοχικά) κάθε φυτό που έχει αγκάθια, κυρίως στο άνθος του
- το κόκαλο του σκελετού των ψαριών
- κάθε μία από τις αιχμηρές απολήξεις στα Εχινόδερμα (Echinodermata) εφόσον είναι σκληρή
- κάθε μία από τις αιχμηρές απολήξεις στους σκαντζόχοιρους
- (μεταφορικά) μεγάλη ενόχληση
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- αγκαθάκι
- αγκάθα
- αγκαθάρα
Συγγενικά
Σύνθετα
- αγκαθο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αγκαθο- στο Βικιλεξικό
- -άγκαθο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -άγκαθο στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε -άγκαθο - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
και
- αγριαγκάθι
- αγριαγκαθιά
- ακράγκαθος
- ασπραγκαθιά
- αχτιδάγκαθος
- καλαγκάθι
- Καλαγκάθι
- μαυραγκαθιά
- μονάγκαθος
- νεραγκάθι
- ξεραγκάθι
- ξεραγκαθιά
- πετραγκαθωτός
- σταμναγκάθι
- συνάγκαθος
- τριανταφυλλαγκάθι
- χαμαγκάθι
- ψαραγκάθι
- αγκαθ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- ἀκή για περισσότερες συγγενικές λέξεις
Μεταφράσεις
αγκάθι
|
Αναφορές
- αγκάθι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- αγκάθι - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.