αγκάθι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγκάθι τα αγκάθια
      γενική του αγκαθιού των αγκαθιών
    αιτιατική το αγκάθι τα αγκάθια
     κλητική αγκάθι αγκάθια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αγκάθια κάκτου.
Αγκάθια καθαρισμένων ψαριών.

Ετυμολογία

αγκάθι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγκάθι , ἀκάνθιν < αρχαία ελληνική ἀκάνθιον, υποκοριστικό του ἄκανθα[1] < ἀκή, (λεπτή άκρη)

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋˈɡa.θi/ (και σε γρήγορο λόγο /aˈɡa.θi/)
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγκάθι

Ουσιαστικό

αγκάθι ουδέτερο

  1. αιχμηρό και σκληρό όργανο των φυτών, που τα προστατεύει από τους εχθρούς τους
  2. (συνεκδοχικά) κάθε φυτό που έχει αγκάθια, κυρίως στο άνθος του
  3. το κόκαλο του σκελετού των ψαριών
  4. κάθε μία από τις αιχμηρές απολήξεις στα Εχινόδερμα (Echinodermata) εφόσον είναι σκληρή
  5. κάθε μία από τις αιχμηρές απολήξεις στους σκαντζόχοιρους
  6. (μεταφορικά) μεγάλη ενόχληση

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Υποκοριστικά

  • αγκαθάκι

Μεγεθυντικά

Συγγενικά

Σύνθετα

και

  • ἀκή για περισσότερες συγγενικές λέξεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.