εξάνθημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εξάνθημα | τα | εξανθήματα |
| γενική | του | εξανθήματος | των | εξανθημάτων |
| αιτιατική | το | εξάνθημα | τα | εξανθήματα |
| κλητική | εξάνθημα | εξανθήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξάνθημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξάνθημα < ἐξανθέω < ἄνθος
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈksan.θi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξάν‐θη‐μα
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐άν‐θη‐μα

εξάνθημα στην πλάτη
Ουσιαστικό
εξάνθημα ουδέτερο
Συγγενικά
- εξανθηματικός
- → και δείτε τις λέξεις εξ και άνθος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.